Το αδένωμα παραθυρεοειδούς αδένα είναι μια καλοήθης πάθηση, που εμφανίζεται συνήθως σε έναν ή πιο σπάνια σε περισσότερους παραθυρεοειδείς αδένες. Οι τέσσερις παραθυρεοειδείς αδένες παράγουν την παραθυρεοειδική ορμόνη, που βοηθά στη ρύθμιση της ποσότητας ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα.
Το αδένωμα παραθυρεοειδούς αδένα αποτελεί τη βασική αιτία υπερπαραγωγής της παραθυρεοειδικής ορμόνης και κατ΄επέκταση του ασβεστίου, μία νόσος που ονομάζεται πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός και έχει πολλαπλές επιπτώσεις στον ασθενή.
Συμπτώματα και διάγνωση
Στις σοβαρές και χρόνιες περιπτώσεις, ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει οστεοπενία ή οστεοπόρωση, αρθρίτιδες, μυϊκή αδυναμία, καθώς και πέτρες στους νεφρούς. Επίσης, μπορεί να εκδηλωθούν ψυχιατρικά προβλήματα, όπως κατάθλιψη, μεταβολή προσωπικότητας και συμπεριφοράς, σύγχυση και διαταραχές μνήμης.
Πάντως, το αδένωμα παραθυρεοειδούς αδένα δεν προκαλεί ειδικά συμπτώματα. Σε αρχικό στάδιο πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού μπορεί ο ασθενής να αισθάνεται αδυναμία και μυϊκή αδυναμία και να κουράζεται εύκολα.
Η διάγνωση της πάθησης γίνεται με αιματολογικές εξετάσεις για τη μέτρηση της παραθυρεοειδικής ορμόνης και του ασβεστίου στο αίμα. Παράλληλα, ο απεικονιστικός έλεγχος μπορεί να εντοπίσει το αδένωμα παραθυρεοειδούς αδένα.
Η οριστική θεραπεία για το αδένωμα παραθυρεοειδούς είναι η χειρουργική αφαίρεση του αδένα. Η αποτελεσματικότητα της χειρουργικής επέμβασης όταν πραγματοποιείται από έμπειρο χειρουργό ενδοκρινών αδένων φθάνει μέχρι το 99%.