Ωτοσκλήρυνση είναι μια αρκετά συχνή πάθηση του οστού που περιβάλλει το μέσο ή και το έσω αυτί. Αποτελεί μία από τις συχνές αιτίες βαρηκοΐας και μπορεί να επηρεάσει το ένα ή στις περισσότερες περιπτώσεις και τα δύο αυτιά.
Η ωτοσκλήρυνση εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες και παρουσιάζεται συνήθως από την ηλικία των 18 έως 30 ετών.
Η ωτοσκλήρυνση προκαλεί απώλεια ακοής όταν ανώμαλη μορφή οστού περιβάλλει τον αναβολέα και μειώνει τον ήχο που φτάνει στο εσωτερικό αυτί(βαρηκοΐα αγωγιμότητας).
Κληρονομικότητα και συμπτώματα
Ωστόσο, η ωτοσκλήρυνση μπορεί να προκαλέσει λιγότερο συχνά και νευροαισθητήρια απώλεια ακοής, όταν παρεμβαίνει στο εσωτερικό αυτί και επηρεάζει την παραγωγή του νευρικού σήματος.
Η αιτία της ωτοσκλήρυνσης δεν είναι απολύτως γνωστή. Συνήθως η ωτοσκλήρυνση οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες. Σύμφωνα με έρευνες, η εγκυμοσύνη φέρεται να συνδέεται με την επιδείνωση των συμπτωμάτων της ωτοσκλήρυνσης.
Το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα είναι η απώλεια ακοής, που επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Επίσης, οι ασθενείς με ωτοσκλήρυνση παραπονιούνται για εμβοές ή θόρυβο στο αυτί, ενώ κάποιοι αναφέρουν ότι ακούνε καλύτερα όταν υπάρχει πολύς θόρυβος στο περιβάλλον. Πολύ σπάνια, η ωτοσκλήρυνση μπορεί επίσης να προκαλέσει ζάλη.
Η διάγνωση της ωτοσκλήρυνσης δεν είναι εύκολη, καθώς οι ασθενείς κλινικά έχουν φυσιολογικό τυμπανικό υμένα και τα συμπτώματα είναι κοινά με άλλες παθήσεις. Ο Ωτορινολαρυγγολόγος θα πρέπει να διαθέτει την εμπειρία, ώστε μετά από κλινική εξέταση και εργαστηριακές εξετάσεις να καταλήξει στη σωστή διάγνωση.
Η αντιμετώπιση της ωτοσκλήρυνσης εξαρτάται από μία σειρά παράγοντες, όπως ο βαθμός και το είδος της βαρηκοΐας και η ηλικία του ασθενή. Όταν η ωτοσκλήρυνση βρίσκεται στην περιοχή του αναβολέα, τότε η καλύτερη θεραπεία είναι η χειρουργική αφαίρεση του αναβολέα και η τοποθέτηση τεχνητού μοσχεύματος. Η επέμβαση, που λέγεται αναβολεκτομή πρέπει να εκτελείται από έμπειρο και άρτια εκπαιδευμένο χειρουργό Ωτορινολαρυγγολόγο καθώς είναι ιδιαίτερα λεπτή και απαιτητική.